- σίτλα
- σίτλᾱ , σίτλαsitulafem nom/voc/acc dualσίτλᾱ , σίτλαsitulafem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίτλᾳ — σίτλαι , σίτλα situla fem nom/voc pl σίτλᾱͅ , σίτλα situla fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτλα — ἡ, ΜΑ κάδος, κουβάς μσν. κολυμβήθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. situla «κουβάς»] … Dictionary of Greek
σίτλας — σίτλᾱς , σίτλα situla fem acc pl σίτλᾱς , σίτλα situla fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίτλαν — σίτλᾱν , σίτλα situla fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιτλίον — τὸ, Α [σίτλα] καδίσκος, κουβαδάκι … Dictionary of Greek